- βαρυσφάραγος
- βᾰρυσφᾰρᾰγος1 deep rumbling of thunder, and so epith. of Zeus.
βαρυσφαράγῳ πατρὶ I. 8.22
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρυσφαράγῳ πατρὶ I. 8.22
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρυσφάραγος — βαρυσφάραγος, ον (Α) ο βαρυσμάραγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σφάραγος < σφαραγούμαι ( έομαι) «τρίζω, τσυτσυρίζω»] … Dictionary of Greek
βαρυσφαράγῳ — βαρυσφάραγος loud thundering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek